Η άδεια οικοδομής είναι μία σύνθετη διοικητική πράξη η οποία χορηγείται μετά από πολλαπλούς ελέγχους από εξειδικευμένους διοικητικούς υπαλλήλους της υπηρεσίας δόμησης, και τις εγκρίσεις άλλων υπηρεσιών που έχουν αρμοδιότητα ανάλογα με την θέση το μέγεθος και την χρήση του υπό ανέγερση κτιρίου.

Παρ’ όλα αυτά οι οικοδομικές άδειες, όπως συμβαίνει με όλες τις διοικητικές πράξεις, μπορούν και αυτές να ανακληθούν αν διαπιστωθεί παράβαση νόμου.

Η ανέγερση ενός κτιρίου, δημιουργεί εμπράγματα δικαιώματα στους δικαιούχους αλλά και σε τρίτους τα οποία γίνονται όλο και συνθετότερα με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό το γνωρίζουν οι Πολεοδομίες και χρησιμοποιούν το μέτρο της ανάκλησης άδειας, μόνο όταν εξαντληθούν όλες οι άλλες επιλογές κυρώσεων που διαθέτουν. Εξ’ άλλου στις περισσότερες περιπτώσεις όπου μία άδεια χορηγήθηκε παράτυπα, ένα μέρος της ευθύνης αν όχι ολόκληρη η ευθύνη, βαρύνει την υπηρεσία που είχε τα μέσα και τις δυνατότητες να ελέγξει και να απορρίψει τα υποβληθέντα στοιχεία.

Σε μία όμως περίπτωση οι Πολεοδομίες θα προχωρήσουν χωρίς δισταγμό στην ανάκληση άδειας. Αυτή είναι η συμμόρφωση με κάποια αμετάκλητη δικαστική απόφαση που ακυρώνει άμεσα ή έμμεσα την αδειοδότηση του κτιρίου. Τέτοιες αποφάσεις παίρνουν συνήθως ειδικά δικαστήρια όπως το Διοικητικό Εφετείο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά ακύρωση οικοδομικής άδειας μπορεί να προκύψει και μετά από κτηματική αντιδικία που οδηγεί σε καταδικαστικές αποφάσεις τακτικών δικαστηρίων.

Είναι αυτονόητο ότι οποιοσδήποτε έχει την ατυχία να βρεθεί σε αυτή την θέση θα πρέπει να έχει προηγουμένως εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα για να αποτρέψει την αρνητική δικαστική απόφαση. Αν όμως η απόφαση εκδοθεί, ακόμη και στις πιο δυσμενείς περιπτώσεις έχει αποδειχθεί ότι, υπό κάποιες προϋποθέσεις, η ανάκληση της άδειας μπορεί να αποφευχθεί.

Αυτό συμβαίνει διότι συνήθως το αντικείμενο το οποίο προσβάλλεται σε κτηματικές διαφορές δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η οικοδομική άδεια αλλά κάποια από τα στοιχεία με βάση τα οποία εκδόθηκε. Όπως παραδείγματος χάριν ανακριβές τοπογραφικό, εγκρίσεις για την οικοδομησιμότητα ενός οικοπέδου, αυτοτέλεια του τίτλου κτήσεως κ.α.

Μπορεί η τυχόν ακυρωτική απόφαση στοιχείων πάνω στα οποία βασίστηκε η οικοδομική άδεια να επιφέρει την απώλεια του νομικού ερείσματός της, αλλά η απόφαση της ανάκλησης επαφίεται στην Πολεοδομία η οποία θα πρέπει να εκτιμήσει και άλλα δεδομένα.

Ανάκληση αδείας δεν είναι αποδεκτή αν δεν έχει αποδειχθεί δόλος του δικαιούχου, τυχόν παραποίηση στοιχείων του φακέλου της αδείας, βλάβη του Δημοσίου συμφέροντος ή σημαντική επιβάρυνση των κοινωνικών συνθηκών της περιοχής που οφείλουν να προστατευτούν. Είναι δε εντελώς ανεπίτρεπτη μετά από την πάροδο «ευλόγου χρόνου», που προσδιορίζεται στα πέντε έτη.

Τα παραπάνω βέβαια δεν είναι αυτονόητα. Θα πρέπει να έχετε συγκεντρώσει λεπτομερή στοιχεία που να αποδεικνύουν την θέση σας.

Απ’ ευθείας προσφυγή στο εφετείο δεν συνιστάται εκτός αν ο στόχος είναι η καθυστέρηση των συνεπειών της ανάκλησης με αιτιολογία την μη τελεσιδικία της υπόθεσης. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση ειδικά ως προς την φορολογική αρχή η Πολεοδομία δεν δεσμεύεται από την εκκρεμούσα προσφυγή να μην κοινοποιήσει τους χρηματικούς καταλόγους του προστίμου αυθαιρέτου.

Αντιθέτως θα πρέπει αμέσως να προσφύγετε στο ΣΥΠΟΘΑ κατά της απόφασης ανάκλησης και να θέσετε αυτά τα στοιχεία ενώπιόν του. Μία θετική απόφαση σε αυτό το όργανο θα σημάνει το τέλος της ταλαιπωρίας σας ή τουλάχιστον την αρχή του τέλους, αν ο αντίδικος επιμείνει να συνεχίσει τις ακυρωτικές ενέργειες σε βάρος σας.